δίκαιος

δίκαιος
-α,-ον + A 27-10-56-221-121=435 Gn 6,9; 7,1; 18,23(bis).24
just, righteous Gn 6,9
ὁ δίκαιος the righteous, just Gn 18,23; τὸ δίκαιον righteousness Jb 34,10; τὰ δίκαια legal or civil rights
Wis 19,16; αἷ̔μα δίκαιον innocent blood Jl 4,19
*1 Sm 2,2 δίκαιος righteous-צדיק for MT צור rock, cpr. Dt 32,4.30; Ps 17(18),32; 2 Sm 22,32 (where LXX also replaces the divine epithet צור); *Jb 36,10 τοῦ δικαίου of the righteous-רשׁי/מ for MT מוסר warning
Cf. HILL 1967 104-110; KILPATRICK 1942=1990 327-329; KRAŠOVEC 1988 266-269; LARCHER 1983
239-240; 1985 723-724; SPICQ 1982, 122-128; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίκαιος, -α — και η, ο επίρρ. α και δικαίως αυτός που κρίνει με δίκαια κριτήρια, νόμιμα, αμερόληπτα: Του έτυχε δίκαιος εξεταστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκαιος — observant of custom masc nom sg δίκαιος observant of custom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαιος — observant of custom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το …   Dictionary of Greek

  • Δικαίος, Γρηγόριος — Βλ. λ. Παπαφλέσσας Δικαίος, Γρηγόριος …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • δικαιότερον — δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc comp sg δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτάτων — δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτέραις — δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτέρων — δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”